υπαρχή

υπαρχή
η :

εξ υπαρχής

1) — сначала;

2) вновь, снова, опять (же)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπαρχή" в других словарях:

  • ὑπαρχῇ — ὑπαρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαρχή — η / ὑπαρχή, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αρχή 2. φρ. «εξ υπαρχής» α) εξαρχής β) εκ νέου, πάλι (α. «τού τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπάρχῃ — ὑπάρχω begin pres subj mp 2nd sg ὑπάρχω begin pres ind mp 2nd sg ὑπάρχω begin pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρχηι — ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres subj mp 2nd sg ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres ind mp 2nd sg ὑπάρχῃ , ὑπάρχω begin pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρχῆς — ὑπαρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …   Dictionary of Greek

  • προϋπαρχή — ἡ, Α [ὑπαρχή] 1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση 2. προευεργέτηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»